triomphal
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | triomphal | triomphaux |
θηλυκό | triomphale | triomphales |
Επίθετο[επεξεργασία]
triomphal (fr) αρσενικό
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | triomphal | triomphaux |
θηλυκό | triomphale | triomphales |
triomphal (fr) αρσενικό