trombe
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
trombe | trombes |
trombe (fr) θηλυκό
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- arriver en trombe - φτάνω ξαφνικά, με πάταγο
ενικός | πληθυντικός |
trombe | trombes |
trombe (fr) θηλυκό