trompé
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | trompé | trompés |
θηλυκό | trompée | trompées |
Επίθετο
[επεξεργασία]trompé (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | trompé | trompés |
θηλυκό | trompée | trompées |
trompé (fr)