Μετάβαση στο περιεχόμενο

tronçonneuse

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
tronçonneuse tronçonneuses

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

tronçonneuse (fr) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  •  δείτε τη λέξη tronçon