Μετάβαση στο περιεχόμενο

truand

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
truand truands

truand (fr) αρσενικό

  1. (παρωχημένο) ο επαγγελματίας επαίτης
  2. ο κακοποιός