tubercule

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
tubercule tubercules

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

tubercule (fr) αρσενικό

  1. (ιατρική) το φυμάτιο
  2. το φύμα
  3. (βοτανική) κόνδυλος

Συγγενικά

[επεξεργασία]