twice

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίρρημα[επεξεργασία]

twice (en) (χωρίς παραθετικά)

  • δύο φορές, δις
    The teacher examines their students twice a year.
    Ο καθηγητής ελέγχει τους μαθητές δύο φορές τον χρόνο.