Μετάβαση στο περιεχόμενο

twig

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
twig twigs

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

twig (en)

  1. κλαδί, κλωνάρι
  2. κατανόηση νοήματος