tyrolien
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | tyrolien | tyroliens |
θηλυκό | tyrolienne | tyroliennes |
Επίθετο[επεξεργασία]
tyrolien (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | tyrolien | tyroliens |
θηλυκό | tyrolienne | tyroliennes |
tyrolien (fr)