télescopage

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

télescopage < télescop(er) + -age

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
télescopage télescopages

télescopage (fr) αρσενικό

  1. η σύγκρουση (οχημάτων)
  2. ο συμφυρμός (ιδεών), η αλληλοεπικάλυψη (ιδεών)