télescopage
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- télescopage < télescop(er) + -age
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
télescopage | télescopages |
télescopage (fr) αρσενικό
- η σύγκρουση (οχημάτων)
- ο συμφυρμός (ιδεών), η αλληλοεπικάλυψη (ιδεών)