συμφυρμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο συμφυρμός οι συμφυρμοί
      γενική του συμφυρμού των συμφυρμών
    αιτιατική τον συμφυρμό τους συμφυρμούς
     κλητική συμφυρμέ συμφυρμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
συμφυρμός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή συμφυρμός < αρχαία ελληνική συμφύρω < (συν-) συμ- + φύρω
γλωσσολογικός όρος < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική contamination[1] ή μεταφραστικό δάνειο[2] ή απόδοση[3]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /siɱ.fiɾˈmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συμ‐φυρ‐μός

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

συμφυρμός αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Όροι γλωσσολογίας:

στα αγγλικά δείτε

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. συμφυρμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
    Ειδικά για την περίπτωση δύο συντάξεων, δίνει το λήμμα σύμφυρση
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)
  3. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.