ulkomaalainen

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]

ulkomaalainen (fi)

  1. ξένος
    olen ulkomaalainen matkailija - είμαι ξένος τουρίστας