unbuckle

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας unbuckle
γ΄ ενικό ενεστώτα unbuckles
αόριστος unbuckled
παθητική μετοχή unbuckled
ενεργητική μετοχή unbuckling

Ετυμολογία [επεξεργασία]

unbuckle < un- + buckle

Ρήμα[επεξεργασία]

unbuckle (en)

  • λύνω, ανοίγω την πόρπη μιας ζώνης, παπουτσιού κτλ.
    He unbuckled his belt.
    Έλυσε τη ζώνη του.

Πηγές[επεξεργασία]