Μετάβαση στο περιεχόμενο

unequivocal

Από Βικιλεξικό

Επίθετο

[επεξεργασία]

unequivocal (en)

  1. που δεν έχει το ανάλογό του, μοναδικός
  2. ξεκάθαρος, που δεν αφήνει περιθώρια για άλλη ερμηνεία ή αντίρρηση, κατηγορηματικός