unheard-of
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]unheard-of (en)
- πρωτάκουστος, που δεν έχει γίνει ποτέ· πολύ ασυνήθιστο
- ⮡ The way he tries to justify himself is unheard-of.
- Ο τρόπος με τον οποίο προσπαθεί να δικαιολογηθεί είναι πρωτάκουστος.
- ⮡ What happened is unheard-of.
- Είναι πρωτάκουστο αυτό που συνέβη.
- ≈ συνώνυμα: unprecedented
- ⮡ The way he tries to justify himself is unheard-of.