Μετάβαση στο περιεχόμενο

unheard-of

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
unheard-of <  δείτε τις λέξεις unheard και of

Επίθετο

[επεξεργασία]

unheard-of (en)

  • πρωτάκουστος, που δεν έχει γίνει ποτέ· πολύ ασυνήθιστο
      The way he tries to justify himself is unheard-of.
    Ο τρόπος με τον οποίο προσπαθεί να δικαιολογηθεί είναι πρωτάκουστος.
      What happened is unheard-of.
    Είναι πρωτάκουστο αυτό που συνέβη.
     συνώνυμα: unprecedented

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]