universitaire
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
universitaire | universitaires |
universitaire (fr)
- πανεπιστημιακός αρσενικό ή θηλυκό
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
universitaire | universitaires |
universitaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό