unswerving

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

/ʌnˈsw3ːvɪŋ/

Επίθετο[επεξεργασία]

unswerving (en)

  1. σταθερός, που δεν αλλάζει πορεία, απαρέγκλιτος, ακλόνητος
  2. (μεταφορικά) σταθερός/αμετακίνητος σε απόψεις-πιστεύω κλπ, πιστός, αφοσιωμένος, προσηλωμένος