unwillingness
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]unwillingness (en) (μη μετρήσιμο)
- η απροθυμία
He showed unwillingness to help.
- Έδειξε απροθυμία να βοηθήσει.
unwillingness (en) (μη μετρήσιμο)