unwillingness
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]unwillingness (en) (μη μετρήσιμο)
- η απροθυμία
- ↪ He showed unwillingness to help.
- Έδειξε απροθυμία να βοηθήσει.
- ↪ He showed unwillingness to help.