ursa
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
ursa | ursas |
ursa (pt) θηλυκό
- (θηλαστικό ζώο) το θηλυκό της αρκούδας
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
ursa | ursas |
ursa (pt) θηλυκό