ursozinho
Εμφάνιση
Πορτογαλικά (pt)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
ursozinho | ursozinhos |
ursozinho (pt) αρσενικό
- (θηλαστικό ζώο) το αρκουδάκι
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
ursozinho | ursozinhos |
ursozinho (pt) αρσενικό