usurpation
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
usurpation (en)
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /y.zyʁ.pa.sj̃ɔ/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
usurpation (fr)θηλυκό