utilisatrice
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- utilisatrice < θηλυκό του utilisateur
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]utilisatrice (fr) θηλυκό
- η χρήστρια