utile
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr) [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
utile | utiles |
utile (fr) αρσενικό ή θηλυκό
[επεξεργασία]
- utilement
- utilisable
- utilisateur - utilisatrice
- utilisation
- utiliser
- utilitaire
- utilitarisme
- utilitariste
- utilité
Ιταλικά (it) [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
utile | utili |
utile (it) αρσενικό ή θηλυκό