Μετάβαση στο περιεχόμενο

vaccinate

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας vaccinate
γ΄ ενικό ενεστώτα vaccinates
αόριστος vaccinated
παθητική μετοχή vaccinated
ενεργητική μετοχή vaccinating

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
vaccinate < vaccine + -ate

vaccinate (en)

  • εμβολιάζω
      How many days should vaccinated and unvaccinated people remain in isolation?
    Πόσες μέρες πρέπει να παραμένουν εμβολιασμένοι και ανεμβολίαστοι σε απομόνωση;

Σύνθετα

[επεξεργασία]