vacuité

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /va.kɥi.te/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
vacuité vacuités

vacuité (fr) θηλυκό