valid

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

valid (en)

  1. έγκυρος, ισχυρός, που ισχύει, που είναι νομικά ή επίσημα αποδεκτό
    a valid marriage - έγκυρος/ισχυρός γάμος
    a valid contract/will - έγκυρη σύμβαση/διαθήκη
    a passport valid for five years - διαβατήριο που ισχύει για πέντε χρόνια
    a ticket that is valid for a month - εισιτήριο που ισχύει για ένα μήνα
  2. βάσιμος, που βασίζεται σε ό,τι είναι λογικό ή αληθινό
    valid objections/suspicions/assumptions - βάσιμες αντιρρήσεις/υποψίες/υποθέσεις
    The accusations against me are not valid.
    Οι κατηγορίες εναντίον μου δεν είναι βάσιμες.

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]