valide
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
valide | valides |
valide (fr) αρσενικό ή θηλυκό
[επεξεργασία]
Τουρκικά (tr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
valide (tr)
- (παρωχημένο) η μητέρα