vendedora
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
vendedora | vendedoras |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
vendedora (pt) θηλυκό και vendedor αρσενικό ο πωλητής
- η πωλήτρια
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
vendedora | vendedoras |
vendedora (pt) θηλυκό και vendedor αρσενικό ο πωλητής