venerable

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]

/ˈvɛnərəbəl/

Ετυμολογία en

[επεξεργασία]

ύστερα μεσοαγγλικά: venerable < παλαιογαλλικά ή λατινικά: venerabilis < ρήμα: venerari (veneror (la): λατρεύω, τιμώ)

βλέπε: venerate

Επίθετο

[επεξεργασία]

venerable (en)

  1. αξιοσέβαστος
    σεβαστός, σεβάσμιος