ventilation

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ventilation < ventilate + -ion

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ventilation (en) (μη μετρήσιμο)

  • ο εξαερισμός
    I installed a ventilation system.
    Εγκατέστησα σύστημα εξαερισμού.

Πηγές[επεξεργασία]



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ventilation (fr)

  1. ο αερισμός, το αέρισμα
  2. η μοιρασιά, το μοίρασμα