ventilo

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
ventilo ventilos

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ventilo (fr) αρσενικό