verdes
Εμφάνιση
Πορτογαλικά (pt)
[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]verdes (pt)
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]verdes (pt)
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]verdes (pt)
- δεύτερο πρόσωπο πληθυντικού του προσωπικού απαρεμφάτου του ρήματος ver