vermine

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
vermine vermines

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

vermine (fr) θηλυκό

  1. ψώρα
  2. παλιόκοσμος