verrier

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
verrier < verre

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
verrier verriers

verrier (fr) αρσενικό

  1. υαλουργός
  2. τεχνίτης των βιτρό ή ζωγράφος σε γυαλί

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  • → δείτε τη λέξη verre