Μετάβαση στο περιεχόμενο

victim

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
victim victims

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

victim (en)

  • το θύμα
      The victim was in very critical condition.
    Το θύμα ήταν σε πολύ κρίσιμη κατάσταση.
      The best option for a female victim of domestic abuse is to contact a women's shelter.
    Η καλύτερη επιλογή για μια γυναίκα θύμα ενδοοικογενειακής κακοποίησης είναι να επικοινωνήσει με καταφύγιο γυναικών.