viscéralement
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
viscéralement (fr)
- (για συναίσθημα, συνήθως αρνητικό) από μέσα μου, με ένταση
viscéralement (fr)