visciolato
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
visciolato | visciolati |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- visciolato < visciola
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
visciolato (it) αρσενικό
Πηγές[επεξεργασία]
- visciolato - Vocabolario Treccani online, Istituto della Enciclopedia Italiana (Istituto Treccani).