Μετάβαση στο περιεχόμενο

voute

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: voûte
      ενικός         πληθυντικός  
voute voutes

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

voute (fr) θηλυκό

  • (ορθογραφία του 1990) άλλη γραφή του voûte