warring
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
- η πολεμική δράση, η δραστικά επιθετική αντιπαράθεση, η εχθροπραξία
- η διαμάχη, η αψιμαχία, η αντιπαράθεση, το τσούγκρισμα
- αργκό που σημαίνει πόλεμος· κυρίως διαλεκτικός, εταιρικός, πολιτικός, ψηφιακός κτλ.