weilien
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- weilien < από το επίθετο της φιλοσόφου Simone Weil
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | weilien | weiliens |
θηλυκό | weilienne | weiliennes |
weilien (fr)
- σχετικός με τη σκέψη της Simone Weil