whipped cream

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
whipped cream whipped creams

Ετυμολογία [επεξεργασία]

whipped cream < → δείτε τις λέξεις whipped και cream

Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]

whipped cream (en)

  • η (κρέμα) σαντιγί
    strawberries with whipped cream - φράουλες με σαντιγί
    a cake garnished with whipped cream - τούρτα γαρνιρισμένη με κρέμα σαντιγί

Δείτε επίσης[επεξεργασία]