wider
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- wider < wid(e) + -er συγκριτικό
Επίθετο
[επεξεργασία]wider (en)
- συγκριτικός βαθμός του wide: ευρύτερος