Μετάβαση στο περιεχόμενο

wide

Από Βικιλεξικό

Επίθετο

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός wide
συγκριτικός wider
υπερθετικός widest

wide (en)

  1. πλατύς, φαρδύς, που έχει αρκετά μεγάλο πλάτος
      The river gets quite wide here.
    Ο ποταμός γίνεται αρκετά πλατύς εδώ.
  2. που έχει συγκεκριμένο πλάτος
      How wide is this road?
    Πόσο πλάτος έχει αυτός ο δρόμος;
      The room is 6 m wide and 13.5 m long.
    Το δωμάτιο έχει πλάτος 6 μ και μήκος 13,5 μ.
  3. ευρύς, που περιλαμβάνει μεγάλο αριθμό ή ποικιλία διαφορετικών ανθρώπων ή πραγμάτων· που καλύπτει μεγάλη έκταση
      The company offers a wide array of services to businesses.
    Η εταιρεία προσφέρει ένα ευρύ φάσμα υπηρεσιών σε επιχειρήσεις.
      Experts believe the project could bring positive benefits to the wider community.
    Οι ειδικοί πιστεύουν ότι το έργο θα μπορούσε να φέρει θετικά οφέλη στην ευρύτερη κοινότητα.
      The incident has received wide coverage in the press.
    Το περιστατικό έχει λάβει ευρεία κάλυψη στα μέσα ενημέρωσης.
      The festival attracts people from a wide area.
    Το φεστιβάλ προσελκύει ανθρώπους από μια ευρεία περιοχή.
  4. πολύ μεγάλος
      They won by a wide margin.
    Κέρδισαν με μεγάλη διαφορά.
      There are wide variations in prices.
    Υπάρχουν μεγάλες διακυμάνσεις στις τιμές.
  5. (μόνο συγκριτικός ή υπερθετικός) ευρύς, πλατύς, πιο γενικό ή το πιο γενικό
      Look at the wider context.
    Κοίτα το ευρύτερο πλαίσιο.
      Education in the widest sense includes all activities that aim to influence thinking in a specific way.
    Η εκπαίδευση με την ευρεία έννοια περιλαμβάνει όλες τις δραστηριότητες που έχουν σκοπό την επίδραση με συγκεκριμένο τρόπο στη σκέψη.
      I am using the term in its widest sense.
    Χρησιμοποιώ τον όρο με την πλατιά του έννοια.
  6. ορθάνοιχτος, για μάτια που είναι εντελώς ανοιχτά
      She was looking at me with wide eyes.
    Με κοιτούσε με ορθάνοιχτα μάτια.
  7. που είναι μακριά από το στόχο, που αστοχεί
      The answer was wide of the target/mark.
    Η απάντηση ήταν μακριά από το στόχο/αστόχησε πολύ.

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Επίρρημα

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός wide
συγκριτικός wider
υπερθετικός widest

wide (en)

  1. όσο πιο μακριά γίνεται, όσο πιο εντελώς γίνεται, στο μέγιστο βαθμό
      The window was wide open.
    Το παράθυρο ήταν ορθάνοιχτο.
      She had a fear of wide-open spaces.
    Είχε φόβο για ανοιχτούς χώρους.
      He stood with his legs wide apart.
    Στάθηκε με τα πόδια του ανοιχτά/ορθάνοιχτα.
      In a few seconds, she was wide awake.
    Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα ήταν εντελώς ξύπνια.
      Open your mouth wide.
    Άνοιξε το στόμα σου διάπλατα.
      The championship is still wide open.
    Το πρωτάθλημα είναι ακόμα ανοιχτό σε κάθε ενδεχόμενο.
  2. που πάει μακριά από το στόχο
      The arrow fell wide of the mark.
    Το βέλος έπεσε μακριά από το στόχο.