wide
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | wide |
συγκριτικός | wider |
υπερθετικός | widest |
wide (en)
- πλατύς, φαρδύς, που έχει αρκετά μεγάλο πλάτος
- ⮡ The river gets quite wide here.
- Ο ποταμός γίνεται αρκετά πλατύς εδώ.
- ⮡ The river gets quite wide here.
- που έχει συγκεκριμένο πλάτος
- ⮡ How wide is this road?
- Πόσο πλάτος έχει αυτός ο δρόμος;
- ⮡ The room is 6 m wide and 13.5 m long.
- Το δωμάτιο έχει πλάτος 6 μ και μήκος 13,5 μ.
- ⮡ How wide is this road?
- ευρύς, που περιλαμβάνει μεγάλο αριθμό ή ποικιλία διαφορετικών ανθρώπων ή πραγμάτων· που καλύπτει μεγάλη έκταση
- ⮡ The company offers a wide array of services to businesses.
- Η εταιρεία προσφέρει ένα ευρύ φάσμα υπηρεσιών σε επιχειρήσεις.
- ⮡ Experts believe the project could bring positive benefits to the wider community.
- Οι ειδικοί πιστεύουν ότι το έργο θα μπορούσε να φέρει θετικά οφέλη στην ευρύτερη κοινότητα.
- ⮡ The incident has received wide coverage in the press.
- Το περιστατικό έχει λάβει ευρεία κάλυψη στα μέσα ενημέρωσης.
- ⮡ The festival attracts people from a wide area.
- Το φεστιβάλ προσελκύει ανθρώπους από μια ευρεία περιοχή.
- ⮡ The company offers a wide array of services to businesses.
- πολύ μεγάλος
- ⮡ They won by a wide margin.
- Κέρδισαν με μεγάλη διαφορά.
- ⮡ There are wide variations in prices.
- Υπάρχουν μεγάλες διακυμάνσεις στις τιμές.
- ⮡ They won by a wide margin.
- (μόνο συγκριτικός ή υπερθετικός) ευρύς, πλατύς, πιο γενικό ή το πιο γενικό
- ⮡ Look at the wider context.
- Κοίτα το ευρύτερο πλαίσιο.
- ⮡ Education in the widest sense includes all activities that aim to influence thinking in a specific way.
- Η εκπαίδευση με την ευρεία έννοια περιλαμβάνει όλες τις δραστηριότητες που έχουν σκοπό την επίδραση με συγκεκριμένο τρόπο στη σκέψη.
- ⮡ I am using the term in its widest sense.
- Χρησιμοποιώ τον όρο με την πλατιά του έννοια.
- ⮡ Look at the wider context.
- ορθάνοιχτος, για μάτια που είναι εντελώς ανοιχτά
- ⮡ She was looking at me with wide eyes.
- Με κοιτούσε με ορθάνοιχτα μάτια.
- ⮡ She was looking at me with wide eyes.
- που είναι μακριά από το στόχο, που αστοχεί
- ⮡ The answer was wide of the target/mark.
- Η απάντηση ήταν μακριά από το στόχο/αστόχησε πολύ.
- ⮡ The answer was wide of the target/mark.
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Αντώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]
Επίρρημα
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | wide |
συγκριτικός | wider |
υπερθετικός | widest |
wide (en)
- όσο πιο μακριά γίνεται, όσο πιο εντελώς γίνεται, στο μέγιστο βαθμό
- ⮡ The window was wide open.
- Το παράθυρο ήταν ορθάνοιχτο.
- ⮡ She had a fear of wide-open spaces.
- Είχε φόβο για ανοιχτούς χώρους.
- ⮡ He stood with his legs wide apart.
- Στάθηκε με τα πόδια του ανοιχτά/ορθάνοιχτα.
- ⮡ In a few seconds, she was wide awake.
- ⮡ Open your mouth wide.
- Άνοιξε το στόμα σου διάπλατα.
- ⮡ The championship is still wide open.
- Το πρωτάθλημα είναι ακόμα ανοιχτό σε κάθε ενδεχόμενο.
- ⮡ The window was wide open.
- που πάει μακριά από το στόχο
- ⮡ The arrow fell wide of the mark.
- Το βέλος έπεσε μακριά από το στόχο.
- ⮡ The arrow fell wide of the mark.