large
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | large |
συγκριτικός | largeer |
υπερθετικός | largeest |
Επίθετο[επεξεργασία]
large (en)
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
large | larges |
Επίθετο[επεξεργασία]
large (fr) αρσενικό ή θηλυκό