Μετάβαση στο περιεχόμενο

large

Από Βικιλεξικό
παραθετικά
θετικός large
συγκριτικός larger
υπερθετικός largest

Επίθετο

[επεξεργασία]

large (en)

  • μεγάλος, φαρδύς, πολυπληθής, πολυάριθμος, μεγάλο σε μέγεθος ή αριθμό
      a large house/crowd - ένα μεγάλο σπίτι/πλήθος
      a large fortune - μια μεγάλη περιουσία
      What is the largest amount that we can give?
    Ποιο είναι το μέγιστο ποσό που μπορούμε να δώσουμε;
      This sweater is too large for me.
    Αυτό το πουλόβερ είναι πολύ φαρδύ για μένα.
      a large meeting - μια πολυπληθής συγκέντρωση
      a large army - ένας πολυάριθμος στρατός

Συνώνυμα

[επεξεργασία]



      ενικός         πληθυντικός  
large larges

Επίθετο

[επεξεργασία]

large (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]