widen

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

widen (en)

  1. (μεταβατικό) διευρύνω, πλαταίνω
    • ανοίγω τα ρούχα για να ταιριάζουν σε μεγαλύτερο σώμα
  2. (αμετάβατο) διευρύνομαι, πλαταίνω