widen
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]widen (en)
- (μεταβατικό) διευρύνω, πλαταίνω
- ανοίγω τα ρούχα για να ταιριάζουν σε μεγαλύτερο σώμα
- (αμετάβατο) διευρύνομαι, πλαταίνω