broad
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | broad |
συγκριτικός | broader |
υπερθετικός | broadest |
Επίθετο[επεξεργασία]
broad (en)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
broad (en)
ενικός | πληθυντικός |
broad | broads |