worn out

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]

worn out (en)

  1. φθαρμένος τόσο πολύ ώστε να μην μπορεί να χρησιμοποιηθεί πια
    don't wear this old worn out shirt anymore!
  2. πολύ κουρασμένος, εξοντωμένος
    after such a long meeting I'm all worn out