worn out
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]worn out (en)
- φθαρμένος τόσο πολύ ώστε να μην μπορεί να χρησιμοποιηθεί πια
- don't wear this old worn out shirt anymore!
- πολύ κουρασμένος, εξοντωμένος
- after such a long meeting I'm all worn out