would-be
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
would-be (en) (χωρίς παραθετικά, μόνο πριν από το ουσιαστικό)
- που φιλοδοξώ να γίνω
- ↪ a would-be teacher - ένας που φιλοδοξεί να γίνει δάσκαλος