wouldn't

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
wouldn't < would + -n't (not)

wouldn't (en)

  • (αρνητικό modal verb) αρντική μορφή του would
    I asked her to marry me but she wouldn't.
    Της ζήτησα να παντρεύουμε αλλά δε θέλησε.
    If you had prepared in time, you wouldn't now have the stress of exams.
    Aν είχες έγκαιρα προετοιμαστεί, δε θα είχες τώρα το άγχος των εξετάσεων.