writhe

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας writhe
γ΄ ενικό ενεστώτα writhes
αόριστος writhed
παθητική μετοχή writhed
ενεργητική μετοχή writhing

Ρήμα[επεξεργασία]

writhe (en) (αμετάβατο)

  • σπαρταράω, σφαδάζω
    He was writhing with pain.
    Σπαρταρούσε από τον πόνο.
    She’s writhing around crying.
    Σφαδάζει από το κλάμα.

Πηγές[επεξεργασία]